- καπηλείο ή καπηλειό
- Γενική ονομασία για το οινοπωλείο, το οινομαγειρείο, την ταβέρνα, την καντίνα. Στην αρχαία Ελλάδα, κ. ονομαζόταν ο υπαίθριος χώρος ή το κατάστημα όπου οι κάπηλοι (έμποροι) μεταπωλούσαν λιανικώς διάφορα εμπορεύματα ή προϊόντα, όπως ψωμί, λάδι, κρασί, σιτάρι, ακόμη και δούλους. Αργότερα, τα καταστήματα αυτά προσέφεραν τροφή και κατάλυμα στους οδοιπόρους που περνούσαν, πουλώντας τους εμπορεύματα σε υπερβολικές τιμές ή με πλαστό βάρος. Έκτοτε οι λέξεις κ. και κάπηλος έλαβαν διαφορετική σημασία, γιατί εκεί σύχναζαν και γυναίκες ελαφρών ηθών. Μάλιστα ένας Αθηναίος αρεοπαγίτης αποβλήθηκε από τη βουλή του Αρείου Πάγου, επειδή σύχναζε σε ένα κ. Εξαίρεση αποτελούσαν οι φιλόσοφοι και οι άνθρωποι των γραμμάτων της εποχής, που επισκέπτονταν τα κέντρα αυτά για φιλοσοφικές, όπως έλεγαν, παρατηρήσεις. Στην Ρώμη τα κ. αποκαλούνταν campona και ganea και είχαν ακόμα χειρότερη φήμη. Επρόκειτο για καταγώγια, με πελάτες άντρες του υποκόσμου και πόρνες. Σε τοιχογραφίες της Πομπηίας απεικονίζονται πελάτες των κ. να τρώνε καθισμένοι και όχι ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα, όπως συνηθιζόταν τότε. Λειτουργούσαν όμως και κ. πολυτελείας (όπως του Μάκουλα) όπου, εξαιτίας της εκλεκτής τροφής και του καλού κρασιού, σύχναζαν μέλη της υψηλής ρωμαϊκής κοινωνίας και λόγιοι, όπως ο Κικέρωνας.
Dictionary of Greek. 2013.